θυννοθήρας

θυννοθήρας
θυννοθήρας, ὁ (Α)
(ως τίτλος ενός μίμου τού Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τόν(ν)ους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -θηρας (< θήρα), πρβλ. θεσι-θήρας, ορνιθο-θήρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυννοθήρας — θυννοθήρᾱς , θυννοθήρας tunny fisher masc acc pl θυννοθήρᾱς , θυννοθήρας tunny fisher masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννοθήραις — θυννοθήρας tunny fisher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννοθήρα — θυννοθήρᾱ , θυννοθήρας tunny fisher masc nom/voc/acc dual θυννοθήρᾱ , θυννοθήρας tunny fisher masc voc sg (attic) θυννοθήρᾱ , θυννοθήρας tunny fisher masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

  • θυννοθήραν — θυννοθήρᾱν , θυννοθήρας tunny fisher masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννοθήρᾳ — θυννοθήρᾱͅ , θυννοθήρας tunny fisher masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”